σάψαλο

σάψαλο
τό
1) гниль; 2) перен. (старая) развалина (о человеке)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "σάψαλο" в других словарях:

  • σάψαλο — το 1. πράγμα σαθρό και ετοιμόρροπο, σύντριμμα. 2. μτφ., άνθρωπος εξασθενημένος από αρρώστια ή από γεράματα: Ο παππούς μας έγινε σάψαλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σάψαλο — το, Ν 1. πράγμα σαθρό, σάπιο, ετοιμόρροπο 2. συνεκδ. άνθρωπος εξασθενημένος από αρρώστια ή από γηρατειά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο αρχ. *σηψ αλός < σῆψις (< σήπομαι «σαπίζω»)] …   Dictionary of Greek

  • σαψαλιάζω — Ν [σάψαλο] γίνομαι σάψαλο …   Dictionary of Greek

  • σαψάλης — ο, θηλ. σαψάλα, Ν [σάψαλο] άνθρωπος αδέξιος, ανίκανος να κάνει κάτι σωστό …   Dictionary of Greek

  • σαψαλίζω — σαψάλισα, γίνομαι σάψαλο, σαραβαλιάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»